Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


penetràle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [peneˈtrale]

1 ενδόμυχο τμήμα (ψυχής)
2 κρυφό μυστικό ή ιερό μέρος
3 εσώτατα των αποκρύφων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  penetrabilità penetramento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pendulo (επίθ.)
pene (ουσ αρσ )
penero (ουσ αρσ )
penetrabile (επίθ.)
penetrabilità (θηλ.ουσ)
penetrale (αρσ. επίθ και ουσ)
penetramento (ουσ αρσ )
penetrante (επίθ.)
penetranza (θηλ.ουσ)
penetrare (ρ.αμτβ.)
penetrare (ρ. μτβ.)
penetrativo (επίθ.)
penetrazione (θηλ.ουσ)
penicillina (θηλ.ουσ)
penicillio (ουσ αρσ )
penicillo (ουσ αρσ )
peninsulare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
penisola (θηλ.ουσ)
penitente (ουσ αρσ )
penitente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---