Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpèndulo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛndulo] 1 κρεμάμενος 2 κρεμαστός για ελεύθερη κίνηση 3 αιωρούμενος 4 αναρτημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |