Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pendolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pendoˈlare]

1 κρεμαστός για ελεύθερη κίνηση
2 ταλαντευόμενος
3 αιωρούμενος
4 με κίνηση εκκρεμούς

pendolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [pendoˈlare]

1 μετεωρίζομαι
2 αλαφροζυγιάζομαι
3 ταλαντεύομαι
4 αιωρούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pendola pendolarità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pendenza (θηλ.ουσ)
pendere (ρ.αμτβ.)
pendice (θηλ.ουσ)
pendio (ουσ αρσ )
pendola (θηλ.ουσ)
pendolare (επίθ.)
pendolare (ρ.αμτβ.)
pendolarità (θηλ.ουσ)
pendolino (ουσ αρσ )
pendolo (ουσ αρσ )
pendone (ουσ αρσ )
pendulo (επίθ.)
pene (ουσ αρσ )
penero (ουσ αρσ )
penetrabile (επίθ.)
penetrabilità (θηλ.ουσ)
penetrale (αρσ. επίθ και ουσ)
penetramento (ουσ αρσ )
penetrante (επίθ.)
penetranza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---