Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpèndola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛndola] 1 ρολόι μεγάλο επιδαπέδιο με εκκρεμές 2 ρολόι εκκρεμές του τοίχου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |