Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pènero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛnero]

κρόσσι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pene penetrabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pendolino (ουσ αρσ )
pendolo (ουσ αρσ )
pendone (ουσ αρσ )
pendulo (επίθ.)
pene (ουσ αρσ )
penero (ουσ αρσ )
penetrabile (επίθ.)
penetrabilità (θηλ.ουσ)
penetrale (αρσ. επίθ και ουσ)
penetramento (ουσ αρσ )
penetrante (επίθ.)
penetranza (θηλ.ουσ)
penetrare (ρ.αμτβ.)
penetrare (ρ. μτβ.)
penetrativo (επίθ.)
penetrazione (θηλ.ουσ)
penicillina (θηλ.ουσ)
penicillio (ουσ αρσ )
penicillo (ουσ αρσ )
peninsulare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---