Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpenicìllio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [peniˈʧilljo] 1 μύκητας τάξης mucorales 2 μούχλα 3 μύκητας πενικιλίνης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |