Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


penitenziàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [penitenˈtsjarjo]

1 φυλακή
2 σωφρονιστήριο
3 αναμορφωτήριο

penitenziàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [penitenˈtsjarjo]

1 σωφρονιστικός
2 αναμορφωτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  penitenziale penitenziere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

penisola (θηλ.ουσ)
penitente (ουσ αρσ )
penitente (επίθ.)
penitenza (θηλ.ουσ)
penitenziale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
penitenziario (ουσ αρσ )
penitenziario (επίθ.)
penitenziere (ουσ αρσ )
penitenzieria (θηλ.ουσ)
penna (θηλ.ουσ)
pennacchiera (θηλ.ουσ)
pennacchio (ουσ αρσ )
pennacchiuto (επίθ.)
pennaiolo (ουσ αρσ )
pennarello (ουσ αρσ )
pennato (ουσ αρσ )
pennato (επίθ.)
pennatosetto (επίθ.)
pennecchio (ουσ αρσ )
pennellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---