Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pennellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [pennelˈlare]

1 βάφω με πινέλο
2 βουρτσίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pennecchio pennellata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pennarello (ουσ αρσ )
pennato (ουσ αρσ )
pennato (επίθ.)
pennatosetto (επίθ.)
pennecchio (ουσ αρσ )
pennellare (ρ. μτβ.)
pennellata (θηλ.ουσ)
pennellatura (θηλ.ουσ)
pennelleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pennellessa (θηλ.ουσ)
pennellificio (ουσ αρσ )
pennello (ουσ αρσ )
pennese (ουσ αρσ )
pennichella (θηλ.ουσ)
pennino (ουσ αρσ )
pennone (ουσ αρσ )
pennuto (αρσ. επίθ και ουσ)
penombra (θηλ.ουσ)
penosamente (επίρ.)
penosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---