Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpennìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [penˈnino] 1 αιχμή γραφίδας 2 πενάκι 3 αιχμή 4 μύτη (πένας ή στυλό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |