Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pennóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [penˈnone]

1 λάβαρο
2 σημαία-έμβλημα πρωταθλητή
3 μακρόστενο σημαιάκι
4 δοκός αεροσκάφους
5 πλαίσιο νεύρων πτέρυγας αεροσκάφους
6 κεραία πανιού
7 αντένα
8 κεραία ιστού
9 φλάμπουρο
10 ιστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pennino pennuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pennellificio (ουσ αρσ )
pennello (ουσ αρσ )
pennese (ουσ αρσ )
pennichella (θηλ.ουσ)
pennino (ουσ αρσ )
pennone (ουσ αρσ )
pennuto (αρσ. επίθ και ουσ)
penombra (θηλ.ουσ)
penosamente (επίρ.)
penosità (θηλ.ουσ)
penoso (επίθ.)
pensabile (αρσ. επίθ και ουσ)
pensabilità (θηλ.ουσ)
pensamento (ουσ αρσ )
pensante (αρσ. επίθ και ουσ)
pensare (ρ.αμτβ.)
pensare (ρ. μτβ.)
pensarsi (ρ.μ. (αντων.))
pensata (θηλ.ουσ)
pensato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---