Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pennichèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [penniˈkɛlla]

1 υπνάκος
2 χνούδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pennese pennino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pennelleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pennellessa (θηλ.ουσ)
pennellificio (ουσ αρσ )
pennello (ουσ αρσ )
pennese (ουσ αρσ )
pennichella (θηλ.ουσ)
pennino (ουσ αρσ )
pennone (ουσ αρσ )
pennuto (αρσ. επίθ και ουσ)
penombra (θηλ.ουσ)
penosamente (επίρ.)
penosità (θηλ.ουσ)
penoso (επίθ.)
pensabile (αρσ. επίθ και ουσ)
pensabilità (θηλ.ουσ)
pensamento (ουσ αρσ )
pensante (αρσ. επίθ και ουσ)
pensare (ρ.αμτβ.)
pensare (ρ. μτβ.)
pensarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---