Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pennùto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [penˈnuto]

1 στολισμένος με φτέρωμα
2 πουλί
3 πτηνό
4 πλουμιστός
5 φτερωτός
6 πτερωτός
7 πτερόεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pennone penombra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pennello (ουσ αρσ )
pennese (ουσ αρσ )
pennichella (θηλ.ουσ)
pennino (ουσ αρσ )
pennone (ουσ αρσ )
pennuto (αρσ. επίθ και ουσ)
penombra (θηλ.ουσ)
penosamente (επίρ.)
penosità (θηλ.ουσ)
penoso (επίθ.)
pensabile (αρσ. επίθ και ουσ)
pensabilità (θηλ.ουσ)
pensamento (ουσ αρσ )
pensante (αρσ. επίθ και ουσ)
pensare (ρ.αμτβ.)
pensare (ρ. μτβ.)
pensarsi (ρ.μ. (αντων.))
pensata (θηλ.ουσ)
pensato (αρσ. επίθ και ουσ)
pensatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---