Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pensàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [penˈsare]

σκέφτομαι

pensàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [penˈsare]

1 φρονώ
2 θεωρώ
3 λογαριάζω
4 παίρνω υπ' όψιν
5 έχω την άποψη
6 υποθέτω
7 νομίζω
8 πιστεύω
9 αποφασίζω
10 φαντάζομαι
11 προτίθεμαι

pensarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [penˈsarsi]

1 πιστεύω στον εαυτό μου
2 πιστεύω ότι είμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pensante pensata  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pensa un po' = για φαντάσου! || pensa un po'! = για σκέψου!, για φαντάσου!


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

penoso (επίθ.)
pensabile (αρσ. επίθ και ουσ)
pensabilità (θηλ.ουσ)
pensamento (ουσ αρσ )
pensante (αρσ. επίθ και ουσ)
pensare (ρ.αμτβ.)
pensare (ρ. μτβ.)
pensarsi (ρ.μ. (αντων.))
pensata (θηλ.ουσ)
pensato (αρσ. επίθ και ουσ)
pensatoio (ουσ αρσ )
pensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pensierino (ουσ αρσ )
pensiero (ουσ αρσ )
pensieroso (επίθ.)
pensile (ουσ αρσ )
pensile (επίθ.)
pensilina (θηλ.ουσ)
pensionabile (επίθ.)
pensionamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---