Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


penóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [peˈnoso], [peˈnozo]

λυπηρός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  penosità pensabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pennone (ουσ αρσ )
pennuto (αρσ. επίθ και ουσ)
penombra (θηλ.ουσ)
penosamente (επίρ.)
penosità (θηλ.ουσ)
penoso (επίθ.)
pensabile (αρσ. επίθ και ουσ)
pensabilità (θηλ.ουσ)
pensamento (ουσ αρσ )
pensante (αρσ. επίθ και ουσ)
pensare (ρ.αμτβ.)
pensare (ρ. μτβ.)
pensarsi (ρ.μ. (αντων.))
pensata (θηλ.ουσ)
pensato (αρσ. επίθ και ουσ)
pensatoio (ουσ αρσ )
pensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pensierino (ουσ αρσ )
pensiero (ουσ αρσ )
pensieroso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---