Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpensièro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [penˈsjɛro] 1 η σκέψη 2 (preoccupazione) η ανησυχία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαil filo [αρσ.] dei pensieri = ο ειρμός των σκέψεων || stare in pensiero = ανησυχώ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |