Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpensionàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pensjoˈnato] ο συνταξιούχος pensionàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pensjoˈnato] 1 παρωχημένος 2 παροπλισμένος 3 υπέργηρος 4 συνταξιοδοτημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |