Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pentagràmma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pentaˈgramma]

πεντάγραμμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pentagono pentagrammato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pentadattilo (επίθ.)
pentade (θηλ.ουσ)
pentaedro (ουσ αρσ )
pentagonale (επίθ.)
pentagono (ουσ αρσ )
pentagramma (ουσ αρσ )
pentagrammato (επίθ.)
pentamero (αρσ. επίθ και ουσ)
pentametro (ουσ αρσ )
pentano (ουσ αρσ )
pentapodia (θηλ.ουσ)
pentarca (ουσ αρσ )
pentarchia (θηλ.ουσ)
pentasillabo (επίθ.)
pentateuco (ουσ αρσ )
pentatleta (ουσ αρσ και θηλ.)
pentavalente (επίθ.)
pentecostale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pentecoste (θηλ.ουσ)
pentelico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---