Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pentèlico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [penˈtɛliko]

πεντελικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pentecoste pentimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pentateuco (ουσ αρσ )
pentatleta (ουσ αρσ και θηλ.)
pentavalente (επίθ.)
pentecostale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pentecoste (θηλ.ουσ)
pentelico (αρσ. επίθ και ουσ)
pentimento (ουσ αρσ )
pentirsi (ρ. μ. αμτβ.)
pentito (ουσ αρσ )
pentito (επίθ.)
pentodo (ουσ αρσ )
pentola (θηλ.ουσ)
pentolaio (ουσ αρσ )
pentolata (θηλ.ουσ)
pentolino (ουσ αρσ )
pentotal (ουσ αρσ )
pentothal (ουσ αρσ )
penultimo (επίθ.)
penuria (θηλ.ουσ)
penzolare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---