Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpenùria
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [peˈnurja] 1 φτώχεια μεγάλη 2 έλλειψη 3 ανάγκη αποθεμάτων για ζωή 4 ένδεια 5 ανάγκη 6 χρεία 7 σπανιότητα 8 στέρηση 9 ανέχεια 10 πενία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |