Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


peóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [peˈone]

1 μεροκαματιάρης
2 υπηρέτης
3 δούλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  penzoloni peonia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

penultimo (επίθ.)
penuria (θηλ.ουσ)
penzolare (ρ.αμτβ.)
penzolone (επίρ.)
penzoloni (επίρ.)
peone (ουσ αρσ )
peonia (θηλ.ουσ)
pepaiola (θηλ.ουσ)
pepare (ρ. μτβ.)
pepato (επίθ.)
pepe (ουσ αρσ )
peperonata (θηλ.ουσ)
peperoncino (ουσ αρσ )
peperone (ουσ αρσ )
pepino (ουσ αρσ )
pepita (θηλ.ουσ)
peplo (ουσ αρσ )
pepolino (ουσ αρσ )
pepsina (θηλ.ουσ)
peptico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---