ItalianoGreco


peperóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pepeˈrone]

η πιπεριά


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


peperoni [αρσ. πλυθ.] ripieni = oi γεμιστές πιπεριές



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---