Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpentolàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pentoˈlata] 1 τηγανιά 2 όσο χωράει ένα τσουκάλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |