Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpéntola, pèntola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpentola], [ˈpɛntola] το τσουκάλι, η χύτρα, η κατσαρόλα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpentola [θηλ.] a pressione = η χύτρα ταχύτητας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |