Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pentolàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pentoˈlajo]

1 πηλουργός
2 έμπορος πήλινων ειδών
3 τσουκαλάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pentola pentolata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pentirsi (ρ. μ. αμτβ.)
pentito (ουσ αρσ )
pentito (επίθ.)
pentodo (ουσ αρσ )
pentola (θηλ.ουσ)
pentolaio (ουσ αρσ )
pentolata (θηλ.ουσ)
pentolino (ουσ αρσ )
pentotal (ουσ αρσ )
pentothal (ουσ αρσ )
penultimo (επίθ.)
penuria (θηλ.ουσ)
penzolare (ρ.αμτβ.)
penzolone (επίρ.)
penzoloni (επίρ.)
peone (ουσ αρσ )
peonia (θηλ.ουσ)
pepaiola (θηλ.ουσ)
pepare (ρ. μτβ.)
pepato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---