Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpentolàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pentoˈlajo] 1 πηλουργός 2 έμπορος πήλινων ειδών 3 τσουκαλάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |