Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpentotàl
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [pentoˈtal] πεντοθάλ (θειοπεντάλ C11H18N2O2S) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |