Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpentatlèta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,pɛntaˈtlɛta] 1 αθλήτρια του πεντάθλου 2 πενταθλήτρια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |