Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pensióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [penˈsjone]

1 (vitalizio) η σύνταξη
2 (albergo) η πανσιόν, το οικοτροφείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pensionato pensionistico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare in pensione = βγαίνω στη σύνταξη || mezza pensione [θηλ.] = η ημιδιατροφή || pensione [θηλ.] completa = η πλήρης διατροφή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pensionamento (ουσ αρσ )
pensionante (ουσ αρσ και θηλ.)
pensionare (ρ. μτβ.)
pensionato (ουσ αρσ )
pensionato (επίθ.)
pensione (θηλ.ουσ)
pensionistico (επίθ.)
pensosamente (επίρ.)
pensosità (θηλ.ουσ)
pensoso (επίθ.)
pentacolo (ουσ αρσ )
pentacordo (ουσ αρσ )
pentadattilo (επίθ.)
pentade (θηλ.ουσ)
pentaedro (ουσ αρσ )
pentagonale (επίθ.)
pentagono (ουσ αρσ )
pentagramma (ουσ αρσ )
pentagrammato (επίθ.)
pentamero (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---