Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pènsile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛnsile]

εντοιχισμένο έπιπλο ή συσκευή

pènsile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛnsile]

1 αιωρούμενος
2 κρεμαστός
3 κρεμάμενος
4 αναρτημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pensieroso pensilina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pensatoio (ουσ αρσ )
pensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
pensierino (ουσ αρσ )
pensiero (ουσ αρσ )
pensieroso (επίθ.)
pensile (ουσ αρσ )
pensile (επίθ.)
pensilina (θηλ.ουσ)
pensionabile (επίθ.)
pensionamento (ουσ αρσ )
pensionante (ουσ αρσ και θηλ.)
pensionare (ρ. μτβ.)
pensionato (ουσ αρσ )
pensionato (επίθ.)
pensione (θηλ.ουσ)
pensionistico (επίθ.)
pensosamente (επίρ.)
pensosità (θηλ.ουσ)
pensoso (επίθ.)
pentacolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---