Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpennése
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [penˈnese], [penˈneze] 1 στιούαρτ (ναυτικό) 2 σιτιστής (ναυτικού) 3 αποθηκάριος (ναυτικού) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |