ItalianoGreco


pennàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [penˈnato]

1 κλαδευτήρι
2 κλαδευτήρα

pennàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [penˈnato]

1 πτερυγωτός
2 πτερωτός
3 φτερωτός
4 πτεροειδής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---