Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpennàcchio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [penˈnakkjo] 1 στηρίγματα-τόξα θόλου 2 δέσμη φτερών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |