Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pennàcchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [penˈnakkjo]

1 στηρίγματα-τόξα θόλου
2 δέσμη φτερών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pennacchiera pennacchiuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

penitenziario (επίθ.)
penitenziere (ουσ αρσ )
penitenzieria (θηλ.ουσ)
penna (θηλ.ουσ)
pennacchiera (θηλ.ουσ)
pennacchio (ουσ αρσ )
pennacchiuto (επίθ.)
pennaiolo (ουσ αρσ )
pennarello (ουσ αρσ )
pennato (ουσ αρσ )
pennato (επίθ.)
pennatosetto (επίθ.)
pennecchio (ουσ αρσ )
pennellare (ρ. μτβ.)
pennellata (θηλ.ουσ)
pennellatura (θηλ.ουσ)
pennelleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
pennellessa (θηλ.ουσ)
pennellificio (ουσ αρσ )
pennello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---