Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpénna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpenna] 1 το φτερό, η πένα 2 (a sfera) το μπικ 3 (stilografica), το στυλό permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpenna [θηλ.] a sfera = το στυλό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |