Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpenitènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [peniˈtɛnte] 1 μετανοημένος άνθρωπος 2 μεταμελημένος άνθρωπος penitènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [peniˈtɛnte] 1 μετανοών 2 μετανοημένος 3 μεταμελημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |