Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


penicìllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [peniˈʧillo]

θύσανος (ανατομία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  penicillio peninsulare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

penetrare (ρ. μτβ.)
penetrativo (επίθ.)
penetrazione (θηλ.ουσ)
penicillina (θηλ.ουσ)
penicillio (ουσ αρσ )
penicillo (ουσ αρσ )
peninsulare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
penisola (θηλ.ουσ)
penitente (ουσ αρσ )
penitente (επίθ.)
penitenza (θηλ.ουσ)
penitenziale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
penitenziario (ουσ αρσ )
penitenziario (επίθ.)
penitenziere (ουσ αρσ )
penitenzieria (θηλ.ουσ)
penna (θηλ.ουσ)
pennacchiera (θηλ.ουσ)
pennacchio (ουσ αρσ )
pennacchiuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---