Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


penetrazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [penetratˈtsjone]

1 οξυδέρκεια
2 αγχίνοια
3 διορατικότητα
4 ενόραση
5 οξύνοια
6 προορατικότητα
7 διάβρωση (μετάλλου)
8 κρίση
9 οξυδέρκεια
10 είσδυση
11 εισχώρηση
12 διείσδυση
13 διαπέραση
14 οξύτητα
15 βαθιά γνώση
16 διόραση
17 αντίληψη
18 διεισδυτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  penetrativo penicillina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

penetrante (επίθ.)
penetranza (θηλ.ουσ)
penetrare (ρ.αμτβ.)
penetrare (ρ. μτβ.)
penetrativo (επίθ.)
penetrazione (θηλ.ουσ)
penicillina (θηλ.ουσ)
penicillio (ουσ αρσ )
penicillo (ουσ αρσ )
peninsulare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
penisola (θηλ.ουσ)
penitente (ουσ αρσ )
penitente (επίθ.)
penitenza (θηλ.ουσ)
penitenziale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
penitenziario (ουσ αρσ )
penitenziario (επίθ.)
penitenziere (ουσ αρσ )
penitenzieria (θηλ.ουσ)
penna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---