ItalianoGreco


penetrànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [peneˈtrante]

1 βαθύνους
2 οξυδερκής
3 διορατικός
4 που έχει οξεία αντίληψη
5 αγχίνους
6 διεισδυτικός
7 διαπεραστικός
8 οξύς
9 βαθύς
10 εμβαθυντικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---