Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


penetrànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [peneˈtrantsa]

1 εισχώρηση
2 οξυδέρκεια
3 διεισδυτική ικανότητα
4 διαπέραση
5 διείσδυση
6 είσδυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  penetrante penetrare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

penetrabile (επίθ.)
penetrabilità (θηλ.ουσ)
penetrale (αρσ. επίθ και ουσ)
penetramento (ουσ αρσ )
penetrante (επίθ.)
penetranza (θηλ.ουσ)
penetrare (ρ.αμτβ.)
penetrare (ρ. μτβ.)
penetrativo (επίθ.)
penetrazione (θηλ.ουσ)
penicillina (θηλ.ουσ)
penicillio (ουσ αρσ )
penicillo (ουσ αρσ )
peninsulare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
penisola (θηλ.ουσ)
penitente (ουσ αρσ )
penitente (επίθ.)
penitenza (θηλ.ουσ)
penitenziale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
penitenziario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---