Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pendìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [penˈdiʧe]

1 πρανές
2 πλαγιά
3 κλίση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pendere pendio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pendant (ουσ αρσ )
pendente (ουσ αρσ )
pendente (επίθ.)
pendenza (θηλ.ουσ)
pendere (ρ.αμτβ.)
pendice (θηλ.ουσ)
pendio (ουσ αρσ )
pendola (θηλ.ουσ)
pendolare (επίθ.)
pendolare (ρ.αμτβ.)
pendolarità (θηλ.ουσ)
pendolino (ουσ αρσ )
pendolo (ουσ αρσ )
pendone (ουσ αρσ )
pendulo (επίθ.)
pene (ουσ αρσ )
penero (ουσ αρσ )
penetrabile (επίθ.)
penetrabilità (θηλ.ουσ)
penetrale (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---