Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pèndere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpɛndere]

κρέμομαι, γερνώ προς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pendenza pendice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pendaglio (ουσ αρσ )
pendant (ουσ αρσ )
pendente (ουσ αρσ )
pendente (επίθ.)
pendenza (θηλ.ουσ)
pendere (ρ.αμτβ.)
pendice (θηλ.ουσ)
pendio (ουσ αρσ )
pendola (θηλ.ουσ)
pendolare (επίθ.)
pendolare (ρ.αμτβ.)
pendolarità (θηλ.ουσ)
pendolino (ουσ αρσ )
pendolo (ουσ αρσ )
pendone (ουσ αρσ )
pendulo (επίθ.)
pene (ουσ αρσ )
penero (ουσ αρσ )
penetrabile (επίθ.)
penetrabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---