Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pendènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [penˈdɛnte]

1 κρεμαστό κόσμημα
2 σκουλαρίκι
3 ενώτιο
4 πλαγιά
5 κλίση
6 παντατίφ
7 πρανές

pendènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [penˈdɛnte]

1 κλίνων
2 εκκρεμής
3 απλήρωτος
4 κεκλιμένος
5 κρεμάμενος
6 κρεμαστός
7 επικλινής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pendant pendenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pencolante (επίθ.)
pencolare (ρ.αμτβ.)
pencolio (ουσ αρσ )
pendaglio (ουσ αρσ )
pendant (ουσ αρσ )
pendente (ουσ αρσ )
pendente (επίθ.)
pendenza (θηλ.ουσ)
pendere (ρ.αμτβ.)
pendice (θηλ.ουσ)
pendio (ουσ αρσ )
pendola (θηλ.ουσ)
pendolare (επίθ.)
pendolare (ρ.αμτβ.)
pendolarità (θηλ.ουσ)
pendolino (ουσ αρσ )
pendolo (ουσ αρσ )
pendone (ουσ αρσ )
pendulo (επίθ.)
pene (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---