Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pencolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [penkoˈlare]

1 δεν ξέρω τι θέλω
2 επαμφοτερίζω
3 κουνιέμαι πέρα-δώθε
4 στραβοπατώ
5 λικνίζομαι
6 ταλαντεύομαι
7 κλονίζομαι
8 αμφιρρέπω
9 παραπατώ
10 τρεκλίζω
11 αμφιταλαντεύομαι
12 διστάζω
13 παραπαίω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pencolante pencolio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

penalizzare (ρ. μτβ.)
penalizzazione (θηλ.ουσ)
penare (ρ.αμτβ.)
penati (ουσ αρσ πληθ.)
pencolante (επίθ.)
pencolare (ρ.αμτβ.)
pencolio (ουσ αρσ )
pendaglio (ουσ αρσ )
pendant (ουσ αρσ )
pendente (ουσ αρσ )
pendente (επίθ.)
pendenza (θηλ.ουσ)
pendere (ρ.αμτβ.)
pendice (θηλ.ουσ)
pendio (ουσ αρσ )
pendola (θηλ.ουσ)
pendolare (επίθ.)
pendolare (ρ.αμτβ.)
pendolarità (θηλ.ουσ)
pendolino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---