ItalianoGreco


penàti  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [peˈnati]

1 οικιακοί θεοί των Ρωμαίων
2 εφέστιοι θεοί


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---