Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpencolìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [penkoˈlio] 1 κυμάτωση 2 ταλάντευση 3 κούνημα 4 ταλάντωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |