Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpencolànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [penkoˈlante] 1 ασταθής 2 που τρικλίζει 3 παραπαίων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |