Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pendolarità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [pendolariˈta]

1 καθημερινή μεταφορά με εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών
2 καθημερινό ταξίδι στο ίδιο δρομολόγιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pendolare pendolino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pendice (θηλ.ουσ)
pendio (ουσ αρσ )
pendola (θηλ.ουσ)
pendolare (επίθ.)
pendolare (ρ.αμτβ.)
pendolarità (θηλ.ουσ)
pendolino (ουσ αρσ )
pendolo (ουσ αρσ )
pendone (ουσ αρσ )
pendulo (επίθ.)
pene (ουσ αρσ )
penero (ουσ αρσ )
penetrabile (επίθ.)
penetrabilità (θηλ.ουσ)
penetrale (αρσ. επίθ και ουσ)
penetramento (ουσ αρσ )
penetrante (επίθ.)
penetranza (θηλ.ουσ)
penetrare (ρ.αμτβ.)
penetrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---