Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpendolarità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [pendolariˈta] 1 καθημερινή μεταφορά με εισιτήριο πολλαπλών διαδρομών 2 καθημερινό ταξίδι στο ίδιο δρομολόγιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |