Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


penalìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [penaˈlistiko]

ποινικολογικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  penalista penalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pemfigo (ουσ αρσ )
pena (θηλ.ουσ)
penale (θηλ.ουσ)
penale (επίθ.)
penalista (ουσ αρσ και θηλ.)
penalistico (επίθ.)
penalità (θηλ.ουσ)
penalizzare (ρ. μτβ.)
penalizzazione (θηλ.ουσ)
penare (ρ.αμτβ.)
penati (ουσ αρσ πληθ.)
pencolante (επίθ.)
pencolare (ρ.αμτβ.)
pencolio (ουσ αρσ )
pendaglio (ουσ αρσ )
pendant (ουσ αρσ )
pendente (ουσ αρσ )
pendente (επίθ.)
pendenza (θηλ.ουσ)
pendere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---