Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


penàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [peˈnale]

1 πρόστιμο
2 ποινική ρήτρα
3 ποινή
4 τιμωρία

penàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [peˈnale]

ποινικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pena penalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pelvico (επίθ.)
pelvimetria (θηλ.ουσ)
pelvimetro (ουσ αρσ )
pemfigo (ουσ αρσ )
pena (θηλ.ουσ)
penale (θηλ.ουσ)
penale (επίθ.)
penalista (ουσ αρσ και θηλ.)
penalistico (επίθ.)
penalità (θηλ.ουσ)
penalizzare (ρ. μτβ.)
penalizzazione (θηλ.ουσ)
penare (ρ.αμτβ.)
penati (ουσ αρσ πληθ.)
pencolante (επίθ.)
pencolare (ρ.αμτβ.)
pencolio (ουσ αρσ )
pendaglio (ουσ αρσ )
pendant (ουσ αρσ )
pendente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---