Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pelvìmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pelˈvimetro]

πυελόμετρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pelvimetria pemfigo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

peluche (ουσ αρσ και θηλ.)
peluria (θηλ.ουσ)
pelvi (θηλ.ουσ)
pelvico (επίθ.)
pelvimetria (θηλ.ουσ)
pelvimetro (ουσ αρσ )
pemfigo (ουσ αρσ )
pena (θηλ.ουσ)
penale (θηλ.ουσ)
penale (επίθ.)
penalista (ουσ αρσ και θηλ.)
penalistico (επίθ.)
penalità (θηλ.ουσ)
penalizzare (ρ. μτβ.)
penalizzazione (θηλ.ουσ)
penare (ρ.αμτβ.)
penati (ουσ αρσ πληθ.)
pencolante (επίθ.)
pencolare (ρ.αμτβ.)
pencolio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---