Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpeluche
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [peˈluʃ] ύφασμα που έχει πέλος σε μιά πλευρά (όπως το βελούδο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdi peluche = χνουδωτός [-ή, -ό] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |