Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

càrice (θηλ.ουσ) carnagióne (θηλ.ουσ)
càrico (ουσ αρσ ) carnàio (ουσ αρσ )
càrico (επίθ.) carnàle (επίθ.)
Carìddi (ουσ αρσ ) carnalità (θηλ.ουσ)
càrie (θηλ.ουσ) carnàme (ουσ αρσ )
carillon (ουσ αρσ ) carnascialésco (επίθ.)
carìno (επίθ.) carnàuba (θηλ.ουσ)
cariocinèsi, cariocìnesi (θηλ.ουσ) càrne (θηλ.ουσ)
cariocinètico (επίθ.) carnèade (ουσ αρσ )
carioplàsma (ουσ αρσ ) carnéfice (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cariòsside (θηλ.ουσ) carneficìna (θηλ.ουσ)
carìsma (ουσ αρσ ) càrneo (επίθ.)
carismàtico (αρσ. επίθ και ουσ) carnet (ουσ αρσ )
carìssimo (επίθ.) carnevalàta (θηλ.ουσ)
carità (θηλ.ουσ) carnevàle (ουσ αρσ )
caritatévole (επίθ.) carnevalésco (επίθ.)
caritatevolménte (επίρ.) carnìccio (ουσ αρσ )
carlìna (θηλ.ουσ) carnicìno (αρσ. επίθ και ουσ)
carlìnga (θηλ.ουσ) carnière (ουσ αρσ )
càrme (ουσ αρσ ) carnìvori (ουσ αρσ πληθ.)
carmelitàna (θηλ.ουσ) carnìvoro (ουσ αρσ )
carmelitàno (αρσ. επίθ και ουσ) carnìvoro (επίθ.)
carminatìvo (επίθ.) carnosità (θηλ.ουσ)
carmìnio (ουσ αρσ ) carnóso (αρσ. επίθ και ουσ)
carmìnio (επίθ.) càro (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: